- παγκοίτας
- παγκοίτᾱς , παγκοίτηςwhere all must sleepmasc acc plπαγκοίτᾱς , παγκοίτηςwhere all must sleepmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκοίτης — παγκοίτης, ὁ (Α) (για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κοίτης (< κοίτη)] … Dictionary of Greek